- τρόμος
- ο1. ρίγος, τρεμούλιασμα, τούρτουρο: Τρόμος των χεριών.2. υπερβολικός ή ξαφνικός φόβος, τρομάρα: Μ' έπιασε τρόμος στο αεροπλάνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρόμος — trembling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… … Dictionary of Greek
τρομός — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… … Dictionary of Greek
τρομόν — τρομός trembling masc acc sg τρομός trembling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμω — τρόμος trembling masc nom/voc/acc dual τρόμος trembling masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμοι — τρόμος trembling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμοις — τρόμος trembling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμοισι — τρόμος trembling masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμον — τρόμος trembling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμου — τρόμος trembling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)